έμπεδο

έμπεδο
το
βλ. έμπεδος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • έμπεδος — η, ο (AM ἔμπεδος, ον) 1. στερεά στηριγμένος στο έδαφος («ἔμπεδον τεῑχος») 2. σταθερός, αμετακίνητος στη σκέψη 3. (για κατάσταση, ιδιότητα) σταθερός, αμετάβλητος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το έμπεδο στρατιωτική μονάδα σε καιρό επιστρατεύσεως που… …   Dictionary of Greek

  • έμπεδος — η, ο 1. ο στερεωμένος καλά στο έδαφος, ακλόνητος, ακράδαντος (κυριολ. και μτφ.). 2. (για καταστάσεις, ιδιότητες), σταθερός, αμετάβλητος, συνεχής. 3. το ουδ. ως ουσ., έμπεδο στατιωτική μονάδα που οργανώνεται σε καιρό πολέμου και αντικαθιστά στην… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”